Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαρδένια
1 εγγραφή
γαρδένια η [γarδéna] Ο25 & [γarδénia] Ο27 : θαμνώδες φυτό με λευκά και πολύ ευωδιαστά λουλούδια: H ~ δεν προκόβει εύκολα, θέλει ζέστη και υγρασία. || το λουλούδι του φυτού: H ~ έχει άρωμα βαρύ.

[λόγ. < νλατ. gardenia (ορθογρ. δαν.) < ανθρωπων. Garden (Σκοτσέζος βοτανολόγος) -ia = -ια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες