Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαργάρα η [γarγára] Ο25α : πλύση του στόματος και του λάρυγγα που γίνεται για θεραπευτικούς σκοπούς με φάρμακο, αφέψημα ή ειδικό διάλυμα: Kάνω ~ με χαμομήλι / με αλατόνερο. || το διάλυμα που χρησιμοποιείται για γαργάρα.
[ελνστ. *γαργάρα (πρβ. ελνστ. γαργαριστέον `πρέπει να γίνει γαργάρα΄, μσν. γάργαρος `η σταφυλή της υπερώας΄) ηχομιμ. (προφ. [gargar] )]
- γαργαρίζω [γarγarízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) για τον ήχο που κάνει το τρεχούμενο νερό· κελαρύζω.
[ελνστ. γαργαρίζω `κάνω γαργάρα΄ (δες στο γαργάρα)]
- γάργαρος -η -ο [γárγaros] Ε5 : 1. για τρεχούμενο νερό, το καθαρό, το διαυγές: Γάργαρα νερά. 2. (μτφ.) για φωνή που ακούγεται καθαρή και κρυστάλλινη: Γάργαρο γέλιο / τραγούδι.
[μσν. γάργαρος < γαργαρ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.) (δες στο γαργάρα)]