Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γανωτής
1 εγγραφή
γανωτής ο [γanotís] Ο8 : αυτός που έχει ως επάγγελμα το γάνωμα των χάλκινων σκευών· γανωματής.

[ελνστ. γανωτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες