Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γανιάζω [γanázo] Ρ2.1α μππ. γανιασμένος στη σημ. 1 : 1. για χάλκινα σκεύη από τα οποία έχει φύγει η επικασσιτέρωση και καλύπτονται από ένα στρώμα θειικού χαλκού. 2. για κτ. που καλύπτεται από γάνα: Γάνιασε το στόμα μου / η γλώσσα μου από τόσα αλμυρά. || (μτφ.): Γάνιασε η γλώσσα μου να του μιλώ και να μην καταλαβαίνει. Γάνιασα ώσπου να τον πείσω, ταλαιπωρήθηκα, κουράστηκα πολύ. Mε γάνιασε το παλιόπαιδο.
[γάν(α) -ιάζω]