Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμιόλης
1 εγγραφή
γαμιόλης ο [γamnólis] Ο11 θηλ. γαμιόλα [γamnóla] Ο25α : (υβρ., χυδ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου χυδαίου, ανήθικου, πρόστυχου, έκφυλου.

[γαμ(ώ) -ιόλης κατά το καριόλης· γαμιόλ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες