Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμάω
1 εγγραφή
γαμώ [γamó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : (χυδ.) 1α. για άντρα που έρχεται σε σαρκική επαφή με γυναίκα: Tη γάμησε. Έχει πολύ καιρό να γαμήσει. Tους έπιασαν να γαμιούνται. β. (παθ., υβρ.) για γυναίκα με ελαστική ηθική ή για παθητικό ομοφυλόφιλο. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. για κπ. ή για κτ. που μας ταλαιπωρεί, μας γίνεται φορτικό(ς), ενοχλητικό(ς): Mε γάμησε αυτή η δουλειά. Γαμήθηκα σήμερα απ΄ το πρωί. Στο τέλος θα μας γαμήσει κιόλας!, για κπ. με υπερβολικές απαιτήσεις. ΦΡ ~ και δέρνω, επιβάλλομαι τελείως, κυριαρχώ. τη γάμησα / την έχω γαμήσει, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: Φίλε, άμα ξαναπειράξεις την γκόμενα, τη γάμησες. (και) ~, για να δηλώσουμε ότι κάποιος ή κτ. είναι πολύ καλός, ωραίος, ξεχωριστός στο είδος του: Aυτό το μαγαζί είναι και ~. Είναι (και) ~ τις γκόμενες. γάμησέ τα / γάμα τα, για να δηλώσουμε τα ιδιαίτερα προβλήματα, τις μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζει μια υπόθεση, μια κατάσταση. δε γαμείς / δε γαμιέται, για κτ. με το οποίο δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς, παράτα το. || (υβρ.): ~ το σόι σου / τη φάρα σου / τη μάνα σου. Άι γαμήσου! || (υβρ., ως βλαστήμια) με λέξεις που αναφέρονται στα θεία χρησιμοποιείται από ορισμένους σε εκφράσεις που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα. β. (μππ.) εξευτελισμένος, πρόστυχος. || αναθεματισμένος: Kάθε μέρα χαλάει αυτή η γαμημένη η μηχανή.

[αρχ. γαμῶ `κάνω σεξουαλική πράξη΄ (αρχ. για τον άντρα, ελνστ. και για τη γυναίκα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες