Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλόνι
2 εγγραφές [1 - 2]
γαλόνι 1 το [γalóni] Ο44 : μέτρο χωρητικότητας, κυρίως για υγρά καύσιμα, που ισοδυναμεί περίπου με 4,543 κιλά: Ένα ~ βενζίνη.

[ιταλ. gallon(e) -ι < γαλλ. gallon < αγγλ. gallon]

γαλόνι 2 το : διακριτικό του βαθμού των στρατιωτικών: Πήρε δύο γαλόνια. (έκφρ.) μου ξηλώνουν τα γαλόνια, (για αξιωματικό) με καθαιρούν. (έχω) πλάκα τα γαλόνια, (για αξιωματικό) με μεγάλο βαθμό.

[γαλλ. gallon ή μέσω του ιταλ. gallon(e) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες