Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαλλόφωνος -η -ο [γalófonos] Ε5 : του οποίου μητρική ή κύρια γλώσσα είναι τα γαλλικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους χωρών εκτός Γαλλίας, ανεξάρτητα από το αν έχει γαλλική ή όχι καταγωγή: Γαλλόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από γαλλόφωνους: Γαλλόφωνες περιοχές. || (ως ουσ.) ο γαλλόφωνος: Οι γαλλόφωνοι του Kαναδά.
[λόγ. γαλλο- + -φωνος]