Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλλισμός
1 εγγραφή
γαλλισμός ο [γalizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της γαλλικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει γαλλικό συντακτικό.

[λόγ. Γάλλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. gallicisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες