Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαλλισμός ο [γalizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της γαλλικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει γαλλικό συντακτικό.
[λόγ. Γάλλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. gallicisme]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. Γάλλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. gallicisme]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |