Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλατερός
1 εγγραφή
γαλατερός -ή -ό [γalaterós] Ε1 : που αποδίδει γάλα· γαλακτερός.

[γαλατ- (γάλα) -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες