Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλατάς
1 εγγραφή
γαλατάς ο [γalatás] Ο1 θηλ. γαλατού [γalatú] Ο37 : αυτός που πουλάει γάλα στο μαγαζί του ή που το μοιράζει στα σπίτια.

[γαλατ- (γάλα) -άς· γαλατ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες