Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλακτώδης
1 εγγραφή
γαλακτώδης -ης -ες [γalaktóδis] Ε11 : που μοιάζει με γάλα στο χρώμα ή στη σύσταση: ~ χυμός, που εκκρίνεται από διάφορα φυτά.

[λόγ. < αρχ. γαλακτώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες