Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλάκτωμα
1 εγγραφή
γαλάκτωμα το [γaláktoma] Ο49 : γαλακτώδες παχύρρευστο υγρό, ειδικό καλλυντικό για τον καθαρισμό του προσώπου από το μακιγιάζ. || καλλυντικό για την ενυδάτωση του σώματος.

[λόγ. γαλακτ- (γάλα) -ωμα απόδ. γαλλ. émulsion < λατ. emulgere `αρμέγω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες