Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαζέλα
1 εγγραφή
γαζέλα η [γazéla] Ο25 : είδος μικρής αφρικανικής και ασιατικής αντιλόπης, που είναι περίφημη για τη χάρη των κινήσεών της. || Γυναίκα σαν ~, λεπτή, ψηλή και χαριτωμένη.

[λόγ. < γαλλ. gazell(e) -α, από τα αραβ. (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες