Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαβάθα
1 εγγραφή
γαβάθα η [γaváθa] Ο25 : α. μεγάλο και βαθύ σκεύος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα χωριά για πιάτο· τσανάκα: Πήλινη / ξύλινη ~. Mια ~ γάλα. β. (οικ.) μεγάλο και βαθύ σκεύος που το χρησιμοποιούν στο σερβίρισμα. || (επέκτ.) το περιεχόμενο: Έφαγα όλη τη ~. Έφαγε μια ~, για μεγάλη ποσότητα φαγητού. γαβαθάκι το YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. *γαβάθα (πρβ. ελνστ. γάβαθον, καβάθα, καβάθη), ανατολ. (ίσως σημιτ.) προέλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες