Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γίγαντας
1 εγγραφή
γίγαντας ο [jíγandas] & γίγας ο [jíγas] Ο5α : 1. ANT νάνος. α. άνθρωπος του οποίου οι διαστάσεις και το ύψος ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο: Ήτανε ένας ~ ως εκεί πάνω. β. (μτφ.) αυτός που ξεπερνά κατά πολύ τους όμοιούς του σε δύναμη, αντοχή, ικανότητες κτλ.: Οι γίγαντες του ΄21. Οι γίγαντες του πνεύματος. || H Iαπωνία είναι ο σύγχρονος βιομηχανικός ~. (έκφρ.) ξυπνά ο κοιμισμένος ~, για μεγάλη δύναμη που ενεργοποιείται ύστερα από μακρόχρονη αδράνεια. ΦΡ ~ με πήλινα πόδια, για κτ. που, ενώ παρουσιάζει πολύ μεγάλη ανάπτυξη ή τεράστιες διαστάσεις, στηρίζεται πάνω σε ασταθή ή σαθρή βάση. 2. στην ελληνική μυθολογία, ονομασία ανθρωπόμορφων μυθικών όντων με υπερφυσικές διαστάσεις και τρομερές δυνάμεις, που ήταν γιοι του Ουρανού και της Γης: Mάχη θεών και γιγάντων, γιγαντομαχία. || πρόσωπο του παραμυθιού με υπερφυσικές διαστάσεις, πνεύμα αγαθοποιό ή κακοποιό. 3. (πληθ.) είδος μεγάλων φασολιών: Mαγείρεψε γίγαντες στο φούρνο.

[μσν. γίγαντας < αρχ. Γίγας, αιτ. -αντα· λόγ. < αρχ. Γίγας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες