Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γέροντας ο [jérondas] Ο5 πληθ. και γερόντοι κυρίως στη σημ. 3 θηλ. γερόντισσα [jeróndisa] Ο27 : 1. γέρος: Ένας σεβάσμιος ~ διηγόταν παλιές ιστορίες. Πρέπει να ακούς τι λένε οι γεροντότεροι. 2. (οικ.) παπάς και μοναχός· ιερομόναχος: Δε θα γίνει ο εσπερινός, γιατί λείπει ο ~. || (θηλ.) προϊσταμένη μοναχή. 3. (ιστ.) προεστοί, δημογέροντες.
γεροντάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. γεροντάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Aνήμπορο ~. [μσν. γέροντας < αρχ. γέρων, αιτ. -οντα· γέροντ(ας) -ισσα· γέροντ(ας) -άκος (πρβ. μσν. γεροντάκης)]