Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέρνω
2 εγγραφές [1 - 2]
γέρνω [jérno] Ρ αόρ. έγειρα, απαρέμφ. γείρει, μππ. γερμένος : 1α. φέρνω κτ. σε πλάγια θέση δημιουργώντας έτσι μια ασταθή ισορροπία ή μια αφύσικη στάση: Γείρε τη στάμνα και χύσε μου λίγο νερό. Γέρνει το κορμί του. Περπατούσε με γερμένους τους ώμους. || ~ τα παντζούρια / την πόρτα, μισοκλείνω. β. παρουσιάζω κλίση, έρχομαι σε πλάγια θέση, χάνω την ευστάθεια και την ισορροπία μου: H βάρκα έγειρε από τη μια πλευρά. Γέρνει ο πίνακας. Ο τοίχος έγειρε λιγάκι. Tα κλαδιά των δέντρων έγειραν από τον καρπό / από το χιόνι. ΦΡ η πλάστιγγα* γέρνει / κλίνει. γ. σκύβω: Έγειρε από το μπαλκόνι και κόντεψε να πέσει. Mη γέρνεις τόσο πολύ. || Έγειρε πάνω από το βιβλίο και αποκοιμήθηκε. Έγειρε στην αγκαλιά του. Έγειρα να ξεκουραστώ, ξάπλωσα. || (μτφ.): Δεν έχει πού να γείρει η άμοιρη, πού να στηριχτεί. 2. για ουράνια σώματα ή για μεταβολή του χρόνου της ημέρας, πηγαίνω να δύσω, δύω: Έγειρε ο ήλιος / το φεγγάρι. Έγειρε η μέρα.

[μσν. γέρνω < γείρω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γειρ- κατά το σχ.: σπειρ- (έσπειρα) - σπέρνω, συρ- (έσυρα) - σέρνω < αρχ. ἐγείρω `ξεσηκώνω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και εξίσωση των αντίθετων σημασιών]

γερνώ [jernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. γέρασα, απαρέμφ. γεράσει, μππ. γερασμένος : 1α. γίνομαι γέρος, πλησιάζω στα γηρατειά: Γέρασε πια ο πατέρας μας. Πέθανε νέος, δεν πρόλαβε να γεράσει. Γερασμένο ζώο. || Πρέπει να ξέρει κανείς να γερνάει, να συμβιβάζεται με την ηλικία του για να μη γίνεται γελοίος. Aυτός δεν έχει σκοπό να γεράσει, για κπ. που φαίνεται πολύ νέος για την ηλικία του. (έκφρ.) ήμουνα νιος* / νια και γέρασα. (ευχή σε νεόνυμφους) να ζήσετε να γεράσετε! ΠAΡ Ο λύκος* κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του. β. με τα χρόνια χάνω τα νεανικά μου χαρακτηριστικά, εμφανίζω σημάδια παρακμής και εξάντλησης: Γέρασε το πρόσωπό της. Θα γεράσει γρήγορα! Tον βρήκα πολύ γερασμένο. 2. προκαλώ σε κπ. σωματική και ψυχική φθορά: Mε γέρασαν οι πίκρες και τα βάσανα. || κάνω κπ. να φαίνεται γέρος: Aυτό το χτένισμα σε γερνάει. 3. (μτφ.) α. μένω για μεγάλο διάστημα σε μια κατάσταση: Γέρασα σ΄ αυτό το επάγγελμα. Γέρασα να τον περιμένω τόσα χρόνια. β. για κτ. που με το πέρασμα του χρόνου ξεχνιέται, χάνει τη δύναμη, την επικαιρότητά του: Οι ταινίες του Σαρλό δε θα γεράσουν ποτέ. Πολλές θεωρίες είναι φυσικό να φθείρονται και να γερνούν. Ύστερα από δέκα χρόνια βρήκα το έργο ρηχό και γερασμένο.

[γερ(άζω) μεταπλ. -νώ με βάση το συνοπτ. θ. γερασ- κατά το σχ.: κερασ- (κέρασα) - κερνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες