Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γέμισμα το [jémizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γεμίζω: Tο ~ του όπλου, ο εφοδιασμός του με εκρηκτική ύλη και η ποσότητα της εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος. Tο ~ της μπαταρίας, η ηλεκτρική φόρτιση. Tο ~ γαλοπούλας. || σε κέντημα, η πλήρης κάλυψη του κενού μέρους διάφορων σχημάτων: Πρώτα θα φτιάξω το γύρω γύρω και μετά το ~.
[μσν. γέμισμα < γεμισ- (γεμίζω) -μα]



