Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέλιο
1 εγγραφή
γέλιο το [jélo] Ο39 : 1. αυθόρμητη έκφραση ευχάριστης διάθεσης, που εκδηλώνεται με συσπάσεις των μυών του προσώπου κυρίως στην περιοχή του στόματος και συνοδεύεται συνήθ. από ηχηρές εκπνοές: Παιδιάστικο / τρανταχτό / πνιχτό ~. Ψεύτικο ~, προσποιητό. (έκφρ.) σαρδόνιο* ~. ομηρικό* ~. ΦΡ το ~ της αρκούδας*. || για έκφραση ποικίλων συναισθημάτων ανάλογα με το επίθετο που το συνοδεύει: Ειρωνικό / σαρκαστικό / πικρό / νευρικό ~. 2. (συνήθ. πληθ.) όταν πρόκειται για ηχηρά γέλια: H αίθουσα σείστηκε από τα γέλια. Mε έπιασαν τα γέλια. Mόλις τον είδε έβαλε / πάτησε* τα γέλια / κάτι γέλια! Mε δυσκολία κρατούσε τα γέλια του. Έσκασα / πέθανα / ξεκαρδίστηκα / λύθηκα / ξεράθηκα / τρελάθηκα στα γέλια, για ακατάσχετα γέλια. (έκφρ.) βαστώ / κρατώ την κοιλιά* μου από τα γέλια. || (οικ.): Έγινε / κάναμε / είχαμε πολύ ~, γελάσαμε, διασκεδάσαμε πολύ. Mας βγήκαν ξινά τα γέλια, όταν κτ. δυσάρεστο διαδέχεται μια κατάσταση χαράς και ευθυμίας. ΦΡ είναι για γέλια, για κτ. αστείο ή γελοίο. για γέλια και για κλάματα, για κωμικοτραγικές καταστάσεις. γελάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. γέλιο < γελ(ώ) -ιο (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες