Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάριασμα
1 εγγραφή
γάριασμα το [γárjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του γαριάζω· το κιτρίνισμα των ασπρόρουχων και γενικότερα των λευκών επιφανειών, που προέρχεται από κακό πλύσιμο: Tο ~ των σεντονιών / του νιπτήρα.

[γαριασ- (γαριάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες