Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάργαρος
1 εγγραφή
γάργαρος -η -ο [γárγaros] Ε5 : 1. για τρεχούμενο νερό, το καθαρό, το διαυγές: Γάργαρα νερά. 2. (μτφ.) για φωνή που ακούγεται καθαρή και κρυστάλλινη: Γάργαρο γέλιο / τραγούδι.

[μσν. γάργαρος < γαργαρ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.) (δες στο γαργάρα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες