Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γάνωμα το [γánoma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γανώνω· (επι)κασσιτέρωση. 2. (πληθ. παρωχ.) χαλκώματα.
[γανώ(νω) -μα (πρβ. ελνστ. γάνωμα `λαμπρότητα΄)]
- γανωματάδικο το [γanomatáδiko] Ο41 : το εργαστήριο του γανωματή.
[γανωματ(άς) -άδικο]
- γανωματάς ο [γanomatás] Ο1 : ο γανωματής.
[γανωματ- (γάνωμα) -άς]
- γανωματής ο [γanomatís] Ο8 : αυτός που έχει ως επάγγελμα το γάνωμα των χάλκινων σκευών· γανωτής.
[γανωματ- (γάνωμα) -ής]