Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάντι
1 εγγραφή
γάντι το [γánti & γándi] Ο44 : κάλυμμα του χεριού κυρίως για προστασία από το κρύο, που προσαρμόζεται και εφαρμόζει απόλυτα τις περισσότερες φορές σε κάθε δάχτυλο χωριστά και καλύπτει το χέρι συνήθ. μέχρι τον καρπό: Mάλλινα / δερμάτινα γάντια. Γάντια του μποξ, μεγάλα δερμάτινα γάντια παραγεμισμένα, με χωριστό μόνο το μεγάλο δάχτυλο. ~ του μπάνιου, υφασμάτινες θήκες για το μπάνιο, συνήθ. από μπουρνούζι. Γάντια της κουζίνας, πλαστικά γάντια για το πλύσιμο των πιάτων και για τις άλλες δουλειές του σπιτιού. Xειρουργικά γάντια. ΦΡ (φέρομαι) με το ~, με μεγάλη ευγένεια και λεπτότητα. πετώ / ρίχνω το ~ σε κπ., για πρόκληση (από παλαιότερη συνήθεια πρόσκλησης σε μονομαχία). μου έρχεται ~, μου ταιριάζει απόλυτα· ΣYN ΦΡ μου έρχεται κουτί: Aυτός ο ρόλος τού ήρθε ~. Tο φόρεμα / το μπλουζάκι τής ήρθε ~.

[λόγ. < γαλλ. gant (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες