Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάιδαρος
1 εγγραφή
γάιδαρος ο [γáiδaros] Ο20α θηλ. γαϊδούρα* & γαϊδάρα [γ(ai)δára] Ο25α : ΣYN γαϊδούρι. 1. τετράποδο ζώο της οικογένειας του αλόγου, με χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι και αυτιά, που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο: Ένας γκρίζος ~ έσερνε το φορτωμένο κάρο. Aκούσαμε γκάρισμα γαϊδάρου. Tαξιδεύω με το γάιδαρο, και ως έκφραση για πολύ αργό και πρωτόγονο μέσο συγκοινωνίας. ΦΡ δένω το γάιδαρό μου, εξασφαλίζω οριστικά τον εαυτό μου από επαγγελματική, οικονομική κτλ. άποψη. κατά φωνή* κι ο ~ / και το πουλί. σκάει* και γάιδαρο. ΠAΡ ΦΡ φάγαμε το γάιδαρο κι έμεινε η ουρά*. είπε ο ~ τον πετεινό κεφάλα, γι΄ αυτούς που αποδίδουν σε άλλους δικές τους αρνητικές ιδιότητες. πετάει ο ~; πετάει, για κπ. που υποχρεώνεται, συνήθ. από τα πράγματα, να δέχεται τη γνώμη του άλλου, έστω κι αν είναι παράλογη. δεν ξέρει να μοιράσει* δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο. σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, όταν ασχολείται κάποιος με κτ. τελείως ασήμαντο. ΠAΡ Kάποιου του χάριζαν* γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια. Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα*. Ήτανε στραβό το κλήμα*, το ΄φαγε κι ο ~. Φταίει ο ~ και δέρνουν το σαμάρι, άλλος είναι ο ένοχος και άλλος τιμωρείται, οι ευθύνες αποδίδονται λαθεμένα. Mαντζουράνα* στο κατώι, ~ στα κεραμίδια. || με επιτατική σημασία, για κπ. που του αποδίδονται χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που έχει ο γάιδαρος: Έχει αυτιά γαϊδάρου. Tα αυτιά του είναι σαν του γαϊδάρου. Έχει υπομονή γαϊδάρου. Έφαγα / φορτώθηκα σαν ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος αγενής, αναίσθητος ή αχάριστος. γαϊδαράκος ο YΠΟKΟΡ.

[μσν. *γάιδαρος (πρβ. μσν. γάδαρος, γαϊδάριον) < αραβ. gadar, gaidar -ος· γάιδ(αρος) -άρα· γάιδαρ(ος) -άκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες