Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάζα
1 εγγραφή
γάζα η [γáza] Ο25 : αποστειρωμένη ταινία από πολύ λεπτό και διαφανές λινό ή βαμβακερό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την επίδεση τραυμάτων και πληγών: Φαρμακευτική / χειρουργική ~. || πολύ λεπτό και διαφανές ύφασμα από μετάξι, λινό ή βαμβάκι: Εσάρπα από ~. Έριξε μια ~ στο πρόσωπό της.

[λόγ. < γαλλ. gaz(e) (ορθογρ. δαν.) < αραβ. τοπων. Gazza (πόλη της Παλαιστίνης όπου κατασκευαζόταν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες