Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάγγραινα
1 εγγραφή
γάγγραινα η [γáŋgrena] Ο27 : 1. τοπική νέκρωση και σήψη ιστών του σώματος: Έπαθε ~ και του έκοψαν το πόδι. 2. (μτφ.) ό,τι φθείρει και καταστρέφει αργά και προοδευτικά: H ~ του φανατισμού. ~ της ψυχής. H φοροδιαφυγή είναι η ~ της οικονομίας μας.

[λόγ. < αρχ. γάγγραινα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες