Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βύζαγμα
1 εγγραφή
βύζαγμα το [vízaγma] Ο49 : (οικ.) 1α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυζαίνω· θηλασμός: Tο ~ του μωρού. β. ρούφηγμα με τα χείλια· πιπίλισμα: Tο ~ του δάχτυλου / της πιπίλας. 2. (μτφ.) συστηματική απόσπαση χρημάτων και γενικότερα ωφελημάτων, κερδών από κπ. (συνήθ. με επιλήψιμο τρόπο)· άρμεγμα.

[βυζακ- (βυζαίνω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες