Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βότανο
4 εγγραφές [1 - 4]
βότανο το [vótano] Ο42 : 1. φυτό με ιδιότητες: α. θεραπευτικές, φαρμακευτικές: Πολλά φάρμακα έχουν ως βασικό τους συστατικό τα βότανα. β. μαγικές, υπερφυσικές: Tο ~ της αγάπης / της νιότης. || (επέκτ.) φάρμακο ή φίλτρο που παρασκευάζεται από βότανα και έχει τις αντίστοιχες ιδιότητες: Tου ΄δωσε ~ και τον ξελόγιασε. 2. κάθε ποώδες, αυτοφυές φυτό. || (ειδικότ.) ζιζάνιο.

[μσν. βότανον < βοταν(ίζω) -ον (αναδρ. σχημ.)]

βοτανολογία η [votanolojía] Ο25 : (παρωχ.) βοτανική.

[λόγ. < γαλλ. botanologie < αρχ. βοτάν(η) -ο- + -logie = -λογία]

βοτανολογικός -ή -ό [votanolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη βοτανολογία ή στο βοτανολόγο: Bοτανολογικό σύγγραμμα.

[λόγ. < γαλλ. botanologique < botano log(ie) = βοτανολογ(ία) -ique = -ικός]

βοτανολόγος ο [votanolóγos] Ο18 θηλ. βοτανολόγος [votanolóγos] Ο35 : αυτός που ασχολείται συστηματικά με τα βότανα ή με τα φυτά.

[λόγ. βοτανο(λογία) -λόγος (διαφ. το μσν. βοτανολόγος `που συλλέγει βότανα΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες