Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόμβυκας
1 εγγραφή
βόμβυκας ο [vómvikas] Ο5 : (ζωολ.) μεταξοσκώληκας.

[λόγ. < αρχ. βόμβυξ, αιτ. -υκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες