Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόλεϊ
3 εγγραφές [1 - 3]
βόλεϊ το [vólei] & βόλεϊ μπολ το [vólei ból] Ο (άκλ.) : παιχνίδι κατά το οποίο οι παίχτες, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, προσπαθούν να προωθήσουν με τα χέρια την μπάλα στο χώρο του αντιπάλου, πάνω από ένα δίχτυ κάθετα τεντωμένο στη μέση του γηπέδου· πετόσφαιρα, πετοσφαίριση: Ομάδα / αγώνες / πρωτάθλημα ~.

[αγγλ. & λόγ. < αγγλ. volleyball και αποβ. του β' συνθ.]

βολεί [volí] Ρ απρόσ. (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) είναι βολικό, είναι δυνατό: Δε ~ να έρθουμε αύριο για επίσκεψη.

[μσν. βολεί `είναι δυνατόν΄ γ' εν. του βολώ `παρέχω ευκολία΄ < ελνστ. εὐβολῶ `πετυχαίνω καλή ριξιά στα ζάρια΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και απλοπ. του διπλού συμφ. [vv > v] ]

βολεϊμπολίστας ο [voleibolístas] Ο3 θηλ. βολεϊμπολίστρια [voleibolístria] Ο27 : παίκτης του βόλεϊ.

[βόλεϊ μπολ -ίστας· λόγ. βολεϊμπολίσ(τας) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες