Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόθρος
1 εγγραφή
βόθρος ο [vóθros] Ο18 : τεχνητός, σκεπασμένος λάκκος, στον οποίο διοχετεύονται και συγκεντρώνονται (οι οικιακές κυρίως) ακαθαρσίες: Ο ~ γέμισε, πρέπει να τον αδειάσουμε. Εκκενώσεις βόθρων. || (μτφ.) για άτομο αθυρόστομο: Έχει ένα στόμα βόθρο.

[λόγ. < αρχ. βόθρος `λάκκος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες