Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόγκημα
1 εγγραφή
βόγκημα το [vóngima] Ο49 : το βογκητό.

[βογκη- (βογκώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες