Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βωβός
1 εγγραφή
βωβός -ή -ό [vovós] Ε1 : (λόγ.) βουβός: ~ κινηματογράφος. Hθοποιός του βωβού. ANT ομιλών. Bουβό* / βωβό πρόσωπο.

[λόγ. < ελνστ. βωβός & σημδ. γαλλ. muet]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες