Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βυσσινής -ιά -ί [visinís] Ε8 & βυσσινί [visiní] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο κόκκινο χρώμα, όπως το (ώριμο) βύσσινο: Bυσσινιές κουρτίνες. Aγόρασα ένα φουστάνι βυσσινί / μια βυσσινί ζακέτα. || (ως ουσ.) το βυσσινί: Tο βυσσινί είναι το αγαπημένο της χρώμα.
[βύσσιν(ο) -ής· βύσσιν(ο) -ί 4]