Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυρσοδεψ
3 εγγραφές [1 - 3]
βυρσοδεψείο το [virsoδepsío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο κατεργασίας δερμάτων.

[λόγ. < ελνστ. βυρσοδεψεῖον]

βυρσοδέψης ο [virsoδépsis] Ο10 : τεχνίτης που κατεργάζεται δέρματα ζώων. || ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου.

[λόγ. < αρχ. βυρσοδέψης]

βυρσοδεψία η [virsoδepsía] Ο25 : η κατεργασία δερμάτων ζώων και η σχετική βιοτεχνία ή βιομηχανία.

[λόγ. βυρσοδέψ(ης) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες