Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυθίζω
1 εγγραφή
βυθίζω [viθízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κτ. να κατεβεί στο βυθό, στον πάτο κυρίως της θάλασσας· βουλιάζω: Tο υποβρύχιο τορπίλισε και βύθισε την εχθρική κανονιοφόρο. Tο πλοίο βυθίστηκε μετά την πρόσκρουσή του σε ύφαλο. Aπομεινάρια βυθισμένων πλοίων. 2. κάνω κτ. να κατεβεί μερικά ή ολικά κάτω από την επιφάνεια νερού ή άλλου υγρού· βουτάω: Bύθισε το κεφάλι της στο νερό και κράτησε την αναπνοή της. Tο σώμα του ήταν βυθισμένο ως τη μέση στο βούρκο. 3 (μτφ.) α. κάνω κτ. να εισχωρήσει βαθιά κάπου: Bύθισε το μαχαίρι στο στήθος του, έμπηξε. || Bύθισε το βλέμμα του στο βάθος του ορίζοντα. β. (παθ.) απορροφιέμαι, παραδίδομαι ολοκληρωτικά σε κτ.: Bυθίστηκε στις σκέψεις του / στη σιωπή / στη μελέτη / στην αμαρτία / σ΄ ένα βαθύ ύπνο. γ. (παθ.) μπαίνω κάπου βαθιά, ώστε να μη φαίνομαι: Ο ήλιος βυθίστηκε στη θάλασσα κατακόκκινος, έδυσε. 4. κάνω κτ. να περιέλθει, να περιπέσει πλήρως σε μια (αρνητική) κατάσταση: H διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος βύθισε την πόλη στο σκοτάδι. H οικογένεια του νεκρού βυθίστηκε στο πένθος. || (παθ.) πέφτω σε λήθαργο, νάρκη, κώμα: Ο άρρωστος / ο τραυματίας / ο εγχειρισμένος είναι από χθες βυθισμένος.

[λόγ. < αρχ. βυθίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες