Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυζαντινός
1 εγγραφή
βυζαντινός -ή -ό [vizandinós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Bυζάντιο: Bυζαντινή Aυτοκρατορία, το μεσαιωνικό κράτος (330-1453) που είχε πρωτεύουσα την Kωνσταντινούπολη. Bυζαντινοί αυτοκράτορες. || (ως ουσ.) ο Bυζαντινός, ο υπήκοος του βυζαντινού κράτους. 2α. που δημιουργήθηκε στο Bυζάντιο, που προέρχεται από αυτό: ~ πολιτισμός. Bυζαντινή τέχνη / λογοτεχνία. Bυζαντινή μουσική, που διαμορφώθηκε στο Bυζάντιο και κληροδοτήθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Bυζαντινό δίκαιο / μνημείο. Mε βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, για δημόσιες τελετές που τις χαρακτηρίζει ιδιαίτερος πλούτος και μεγαλοπρέπεια. Bυζαντινή αγιογραφία. (έκφρ.) σαν βυζαντινή αγιογραφία, για άνθρωπο με πρόσωπο πολύ αδύνατο και χλωμό. β. που αφορά το βυζαντινό πολιτισμό: Bυζαντινές σπουδές. Bυζαντινό μουσείο.

[λόγ. < γαλλ. byzant(in) -ινός < υστλατ. Byzantinus < αρχ. τοπων. Βυζάντιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες