Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βροχόπτωση η [vroxóptosi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : 1. η πτώση βροχής: Στη B. Ελλάδα θα σημειωθούν βροχοπτώσεις. 2. (μετεωρ.) η ποσότητα του νερού από βροχή, χιόνι ή χαλάζι, που πέφτει σε μια περιοχή επί ορισμένο χρονικό διάστημα: Οι βόρειες περιοχές παρουσιάζουν αυξημένο τον ετήσιο μέσο όρο βροχοπτώσεων.
[λόγ. βροχο-1 + πτώ(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Regenfall]