Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροχερός
1 εγγραφή
βροχερός -ή -ό [vroxerós] Ε1 : 1. (για καιρό) που χαρακτηρίζεται από πτώση βροχής, που προμηνύει βροχή: ~ καιρός. Bροχερή μέρα. 2. (για κλίματα, τόπους, χρονικές περιόδους) που παρουσιάζει συχνά βροχές: Bροχερό κλίμα. Bροχερό φθινόπωρο / καλοκαίρι.

[βροχ(ή) -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες