Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροντόφωνος
1 εγγραφή
βροντόφωνος -η -ο [vrondófonos] Ε5 : που έχει βροντερή φωνή.

[ελνστ. βροντόφωνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες