Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βροντο- [vrondo] & βροντό- [vrondó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & βροντ- [vrond], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. Iα. επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού: ~φωνάζω, ~χτυπώ. β. προσδίδει στο β' συνθετικό το χαρακτηριστικό του πολύ δυνατού ηχητικά: βροντόφωνος. II1. (επιστ.) δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στα φαινόμενα που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας: βροντόμετρο. 2. (παλαιοντ.) σε ονομασίες μεγάλων ζώων ή πτηνών που έχουν εξαφανιστεί: ~θήριο, βροντόρνιθες, βροντόσαυρος.
[Ι: αρχ. βροντο- θ. του ουσ. βροντ(ή) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. βροντο-ποιός `που προκαλεί βροντές΄, ελνστ. βροντό-φωνος· ΙΙ: λόγ. < διεθ. bronto- < αρχ. βροντο-: βροντό-σαυρος < νλατ. brontosaurus]
- βροντοκόπημα το [vrondokópima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βροντοκοπώ.
[βροντοκοπη- (βροντοκοπώ) -μα]
- βροντοκοπώ [vrondokopó] & -άω Ρ10.1α : παράγω ισχυρό κρότο, θόρυβο χτυπώντας κτ. συνεχώς: Mη βροντοκοπάς έτσι την πόρτα, θα τη σπάσεις.
[βροντο- + -κοπώ]
- βρόντος ο [vróndos] Ο18 : πολύ δυνατός κρότος: Tο σπίτι γκρεμίστηκε με μεγάλο βρόντο. Έκλεισε την πόρτα με βρόντο. Ο ~ των κανονιών. ΦΡ στο βρόντο, μάταια, άσκοπα, στα χαμένα: Mιλάει στο βρόντο. Οι κόποι μου / τα λόγια μου / οι συμβουλές μου / όλα πήγαν στο βρόντο.
[βροντ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- βροντόσαυρος ο [vrondósavros] Ο20α : (παλαιοντ.) είδος γιγάντιου φυτοφάγου δεινόσαυρου.
[λόγ. < νλατ. brontosaur(us) -ος < bronto- = βροντο- + αρχ. σαῦρος `σαύρα΄]
- βροντοφωνάζω [vrondofonázo] Ρ2.2α : 1. μιλώ, λέω κτ. με βροντερή φωνή: Aς βροντοφωνάξουμε: «Kάτω ο πόλεμος». 2. (μτφ.) διακηρύσσω κτ. έντονα και αποφασιστικά: Πρέπει να βροντοφωνάξουμε την αλήθεια, να τη μάθουν όλοι.
[βροντοφων(ώ) μεταπλ. -άζω αναλ. προς το ρ. φωνάζω]
- βροντόφωνος -η -ο [vrondófonos] Ε5 : που έχει βροντερή φωνή.
[ελνστ. βροντόφωνος]
- βροντοφωνώ [vrondofonó] Ρ10.9α : βροντοφωνάζω: Bροντοφώνησε την αλήθεια σε όλο τον κόσμο.
[βροντόφων(ος) -ώ]
- βροντοχτυπώ [vrondoxtipó] & -άω Ρ10.1α : χτυπώ κτ. με θόρυβο: Mη βροντοχτυπάς τις πόρτες.
[βροντο- + χτυπώ]