Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροντερός
1 εγγραφή
βροντερός -ή -ό [vronderós] Ε1 : που παράγει ισχυρό ήχο, που μοιάζει με βροντή· βροντώδης: Bροντερή φωνή. Bροντερά γέλια. βροντερά ΕΠIΡΡ.

[βροντ(ή) -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες