Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροντή
2 εγγραφές [1 - 2]
βροντή η [vrondí] Ο29 : ο ισχυρός και παρατεταμένος κρότος που συνοδεύει την αστραπή ή τον κεραυνό· μπουμπουνητό: Οι αστραπές κι οι βροντές με φοβίζουν πολύ. || (επέκτ.) για κάθε ισχυρό κρότο: Aκούστηκε μια τρομερή ~ κι όλοι βγήκαν απ΄ τα σπίτια τους τρομαγμένοι. Οι βροντές των κανονιών.

[αρχ. βροντή]

βρόντημα το [vróndima] Ο49 : 1. η παραγωγή ισχυρού κρότου, ιδίως με χτύπημα: Aπό το ~ της εξώπορτας κατάλαβα πως έφυγε θυμωμένη. 2. ο ισχυρός κρότος που παράγεται ιδίως από χτύπημα: Mε ξύπνησε το ~ της πόρτας.

[μσν. βρόντημα < βροντη- (βροντώ) -μα (πρβ. αρχ. βρόντημα `βροντή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες