Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βρομόστομα το [vromóstoma] Ο49 : μειωτικός χαρακτηρισμός για στόμα και με επέκταση πρόσωπο, που εκστομίζει αισχρά, χυδαία ή συκοφαντικά λόγια· βρομόγλωσσα: Kλείσε επιτέλους το βρομόστομά σου!
[βρομο- + στόμα]