Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βρομερός
1 item total
βρομερός -ή -ό [vromerós] Ε1 : 1. που είναι γεμάτος βρόμα, ακάθαρτος, ρυπαρός: Bρομερό ρούχο / σπίτι. 2. (μτφ.) που είναι αισχρός, ανήθικος: Bρομερό υποκείμενο. Bρομερά λόγια / ψέματα. Mπλέχτηκα σε μια βρομερή υπόθεση. βρομερά ΕΠIΡΡ.

[μσν. βρομερός < βρόμ(α) -ερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go