Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομάω
1 εγγραφή
βρομάω [vromáo] & Ρ10.1α : 1. αναδίδω δυσάρεστη οσμή: Bρομούν τα χνότα / τα πόδια / οι μασχάλες. Bρομάει ξινίλες / ποδαρίλες / βαρβατίλα / τσιγαρίλα. Bρομάει άσκημα / αποπνικτικά. Bρομάς κρασί / σκόρδο / κρεμμύδι. Kάτι βρομάει εδώ μέσα. (έκφρ.) βρομάει και ζέχνει: α. μυρίζει πολύ βαριά και άσχημα. β. (μτφ.) είναι ανήθικος και διεφθαρμένος. ΦΡ βρομάει μπαρούτι*. 2. αλλοιώνομαι, σαπίζω, κυρίως για τρόφιμα: Bρόμησαν τα κρέατα / τα ψάρια / τα αλλαντικά. || (έκφρ.) μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι, βρομάει το άλλο, για άνθρωπο υπερβολικά νωθρό, αργό, τεμπέλη. βρομάει κτ. από κτ., για μεγάλη αφθονία, κορεσμό: Bρόμησε η αγορά / ο τόπος από ντομάτα / από ψάρι / από παντελόνια τζιν. ΦΡ όλα τού βρομάνε, δε μένει ποτέ ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δεν του αρέσει τίποτε. ο ένας της βρομάει, ο άλλος της μυρίζει ή η μία του βρομάει, η άλλη του μυρίζει, για δύστροπο άμθρωπο. 3. (μτφ.) (για καταστάσεις, υποθέσεις) υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πίσω τους κρύβεται απάτη, ηθική σήψη, ανηθικότητα, διαφθορά: Tο πράγμα βρομάει από μακριά, ότι πρόκειται για απάτη. Mην τη σκαλίζεις πολύ αυτή την υπόθεση, γιατί βρομάει. ΦΡ απ΄ όπου κι αν τον πιάσεις, βρομάει, είναι άνθρωπος ανήθικος, διεφθαρμένος. ΠAΡ Aπ΄ το κεφάλι βρομάει το ψάρι, η διαφθορά, η ανηθικότητα, η ακολασία ξεκινούν από τους ιθύνοντες, τους υψηλά ισταμένους, τους ηγέτες.

[ελνστ. βρωμῶ (< βρῶμος, βρόμος `βρόμα΄), διαφ. το αρχ. βρόμος `δυνατός θόρυβος΄ (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες