Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βρεφο- [vrefo] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο βρέφος ή αφορά τη βρεφική ηλικία: ~κομείο, ~κόμος· ~νηπιακός. β. είναι κατάλληλο ή προορίζεται για βρέφη: ~δόχος, ~ζυγός.
[λόγ. < ελνστ. βρεφο- θ. του αρχ. ουσ. βρέ φο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. βρεφο-κτόνος, ελνστ. ή μσν. βρεφο-τροφῶ `ανατρέφω βρέφη΄]