Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχυλογία η [vraxilojía] Ο25 : 1. η συντομία στην έκφραση (στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο). 2. (γραμμ.) σχήμα λόγου που συνίσταται στην παράλειψη ενός ή περισσότερων όρων της πρότασης που εννοούνται εύκολα από τα συμφραζόμενα, π.χ. «Kάπου το διάβασα, αλλά δε θυμάμαι πού (ενν. το διάβασα)».
[λόγ. < γαλλ. brachylogie < brachy- = βραχυ- + -logie = -λογία (διαφ. το αρχ. βραχυλογία `συντομία στην ομιλία΄)]