Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραχμάνος
1 εγγραφή
βραχμάνας ο [vraxmánas] Ο2 & βραχμάνος ο [vraxmános] Ο18 : μέλος της παλαιάς ιερατικής κάστας στις Iνδίες.

[λόγ. < ελνστ. Βραχμάν, αιτ. -ᾶνα < σανσκρ. brāhmanah `που αναφέρεται στην προσευχή΄· λόγ. βραχμάν(ας) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες